Σύμφωνα με τα στοιχεία από το ληξιαρχείο του δήμου Αθηναίων, το 2006 είχαν καταγραφεί στην Αθήνα 1.579 διαζύγια. Από το 2009, μαζί με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, ο δείκτης των διαζυγίων αρχίζει να πέφτει και το 2010 ο αριθμός των χωρισμών με το νόμο μειώθηκε σε 1.149.
Παράλληλα, τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας καταγράφουν πτώση των γάμων. Από 63.997 γάμους το 1995 σε 59.512 το 2009. Η αναλογία γάμων ανά 1.000 κατοίκους υποχώρησε στο 5,3 από 7,3 το 1980 και από 9% που ήταν το 1960.
Το 41,9% των «μελλόνυμφων» προτιμούν πλέον τον πολιτικό γάμο από μόλις 10,5% που ήταν το 1995. Επίσης, κάνει την εμφάνισή του και το σύμφωνο συμβίωσης, με 104 το 2009, εκ των οποίων τα 54 στην Αττική.
Η ψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων πως η μείωση αυτή είναι πλασματική και οφείλεται μονάχα στο ακριβό κόστος της λύσης του γάμου που τα καθιστά απαγορευτικά, ενώ υποκρύπτει έξαρση των συζυγικών προβλημάτων.
«Η οικονομική κρίση ξεσκεπάζει και μεγιστοποιεί τα προϋπάρχοντα προβλήματα, λειτουργώντας σαν μεγεθυντικός φακός. Επειδή ωστόσο τα περισσότερα ζευγάρια αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα δεν καταφεύγουν στην επίσημη λύση του γάμου και αποφασίζουν, είτε να δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους, είτε αποξενώνονται μεταξύ τους, αλλά παραμένουν κάτω από την ίδια στέγη, κυρίως για χάρη των παιδιών», εξηγεί.
Ωστόσο επισημαίνει ότι αντίθετη είναι η εξέλιξη στα άτεκνα ζευγάρια, καθώς, όπως λέει, θα μείνουν για λίγο σε διάσταση, αλλά στο τέλος θα χωρίσουν και επίσημα για να μπορέσουν να φτιάξουν ξανά τη ζωή του
Σύμφωνα με τη δικηγόρο, Δήμητρα Φράγκου – Γεωργοπούλου, «το τελευταίο διάστημα με την οικονομική κρίση συμβαίνει κάτι ειλικρινά οξύμωρο και συγχρόνως, λογικό. Όσοι πρόλαβαν να παντρευτούν ή να χωρίσουν, πρόλαβαν! Περιορίστηκαν φέτος οι γάμοι, περιορίστηκαν όμως και τα διαζύγια». Τονίζει δε ότι «ιδιαίτερα τη μείωση, των διαζυγίων την έχω παρατηρήσει και προσωπικά στις σχετικές υποθέσεις του γραφείου μου».
Παρατηρείται λοιπόν, αύξηση των καβγάδων και των συγκρούσεων στα ζευγάρια λόγω της ανεργίας και της δυσκολίας να αντεπεξέλθουν οι σύζυγοι στα έξοδα και τα οικογενειακά βάρη που συνεχώς αυξάνουν, γεγονός που κάνει τα ζευγάρια να αναζητούν δικηγορικό γραφείο προκειμένου να αναθέσουν τη λύση του γάμου τους, συναινετική ή με αντιδικία.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ένας στους δύο φτάνει σε σημείο τελικά να χωρίσει. «Όταν τίθεται το θέμα των εξόδων εξωδικαστικών και δικαστικών, της αμοιβής των δικηγόρων, και του χρόνου που θα απαιτηθεί προκειμένου να γίνει η πρώτη ή η δεύτερη συζήτηση, επί συναινετικού, και των δικασίμων που λαμβάνουν οι αγωγές διαζυγίων όλα ανατρέπονται», τονίζει και προσθέτει: «Σκεπτόμενοι μάλιστα, οι εν διαστάσει σύζυγοι τα έξοδα διαβίωσης, τη συντήρηση και δεύτερου σπιτιού και τα τρέχοντα πάγια έξοδα, υπαναχωρούν της επιθυμίας λύσης του γάμου τους και δίνουν ίσως μία δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πάντως μίας ακόμη ευκαιρίας».