Ακόμη και οι πλέον μακάριοι ευρωπαϊστές το επαναλαμβάνουν κατά βούληση: αν
δεν τακτοποιήσουμε το ευρώ, λένε, οι συνέπειες της κρίσης θα είναι πολύ
χειρότερες.
Θεοποιούν ένα ευρώ «δυνατό και προστατευτικό». Είναι το δόγμα τους και το
υπερασπίζονται φανατικά. Πρέπει όμως να εξηγήσουν στους Ελληνες (και στους
Ιρλανδούς, τους Πορτογάλους, τους Ισπανούς, τους Ιταλούς και τους τόσους
άλλους ευρωπαίους πολίτες που πλήττονται από τις πολιτικές λιτότητας) ποιες
θα είναι αυτές οι «πολύ χειρότερες συνέπειες»... Κοινωνικά, η κατάσταση δεν
είναι ήδη ανυπόφορη; Δεν νιώθουμε να διογκώνεται, στους κόλπους της
ευρωζώνης, μια όλο και πιο ριζοσπαστική εχθρότητα απέναντι στο ενιαίο
νόμισμα, αλλά και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση;
Οι αγανακτισμένοι πολίτες δεν στερούνται επιχειρημάτων. Διότι το ευρώ,
νόμισμα 17 κρατών και των 330 εκατομμυρίων κατοίκων τους, αποτελεί πράγματι
εργαλείο στην υπηρεσία ενός πολύ συγκεκριμένου στόχου: την εδραίωση των τριών
δογμάτων πάνω στα οποία είναι θεμελιωμένη η Ε.Ε.:
- σταθερότητα τιμών,
- ισοσκελισμός προϋπολογισμών και
- ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Καμία κοινωνική μέριμνα, καμία δέσμευση για μείωση της ανεργίας, μηδενική
βούληση γιαεγγύηση της ανάπτυξης και, φυσικά, ούτε καν η ελάχιστη διάθεση
υπεράσπισης του κράτους πρόνοιας, το αντίθετο.
Με αφετηρία την τρέχουσα κρίση, οι άνθρωποι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι
οι κανόνες της Ε.Ε., όπως και εκείνοι του ευρώ, υπήρξαν τα δύο δολώματα πουτους έκαναν να πέσουν σε μια νεοφιλελεύθερη παγίδα. Βρίσκονται πλέον
αιχμάλωτοι των αγορών, όπως ξεκάθαρα το θέλησαν οι πολιτικοί ηγέτες (τόσο
της δεξιάς όσο και της αριστεράς) που, εδώ και τρεις δεκαετίες, οικοδομούν
την Ε.Ε.
Η έλλειψη ισχύος των πολιτικών ηγετών και η ανεξαρτησία της ΕΚΤ από τα
κράτη-μέλη είναι εν μέρει υπεύθυνα για την αδυναμία εκ μέρους της Ευρώπης να
επιλύσει το δράμα του ελληνικού χρέους. Ο άλλος λόγος είναι ότι, παρά τη
φαινομενική ενότητά της, η Ε.Ε. (και συγκεκριμένα η ευρωζώνη) είναι βαθιά
διχασμένη, σε δύο σχεδόν ασυμβίβαστα στρατόπεδα. Από τη μία, η Γερμανία και
η ζώνη επιρροής της (Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Αυστρία και Φιλανδία),
από την άλλη, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η
Ελλάδα.
Η προέλευση του ελληνικού χρέους (όπως και του χρέους των υπόλοιπων
«περιφερειακών» χωρών) είναι πια γνωστή. Οταν η Ελλάδα έγινε δεκτή στους
κόλπους της ευρωζώνης, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι διεθνείς
επενδυτές θεώρησαν αμέσως ότι η χώρα παρουσίαζε, παρά την προφανώς εύθραυστη
κατάστασή της και τους περιορισμένους πόρους της, όλα τα εχέγγυα ώστε να
λάβει μαζικές και φθηνές πιστώσεις(1). Στην Αθήνα έπεφταν βροχή προτάσεις
χρηματοδότησης με αστεία επιτόκια. Προερχόμενες ιδίως από γερμανικές και
γαλλικές τράπεζες, που πίεζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να χρεωθούν, με
μικρό κόστος και σε βάθος χρόνου, κυρίως προκειμένου να αγοράσουν γερμανικόκαι γαλλικό πολεμικό υλικό(2)...
Οταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση των «τοξικών ομολόγων» του 2008, τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχασαν πολύ σύντομα τη ρευστότητά τους και μείωσαν
δραστικά τις πιστώσεις, κάτι που απειλούσε να προκαλέσει ασφυξία στο σύνολο
της οικονομίας. Προκειμένου να αποφύγουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τα κράτη
αποφάσισαν να βοηθήσουν μαζικά τις τράπεζες δανειζόμενα από τις διεθνείςαγορές (εφόσον η ΕΚΤ τούς αρνείται). Οι οίκοι αξιολόγησης τιμωρούν την
υπερχρέωση, ενώ ταυτόχρονα εκρήγνηνται τα επιτόκια δανεισμού των πιο
χρεωμένων κρατών...
Το ελληνικό χρέος είναι καθεαυτό ασήμαντο, αν θυμηθούμε ότι το ΑΕΠ της
Ελλάδας αντιπροσωπεύει λιγότερο του 3% του συνολικού ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Από τεχνική άποψη, το πρόβλημα θα μπορούσε να έχει διευθετηθεί εδώ και έναν
χρόνο χωρίς δυσκολία. Ομως η γερμανική συντηρητική κυβέρνηση, που τότε
βρισκόταν αντιμέτωπη με δύσκολες τοπικές εκλογές (τις οποίες τελικά έχασε),
εκτίμησε ότι δεν θα ήταν «ηθικά» σωστό οι Ελληνες, κατηγορούμενοι για
«διαφθορά» και «τεμπελιά», να ξεμπερδέψουν τόσο εύκολα. Επρεπε λοιπόν να
τιμωρηθούν, ώστε να μην βρει μιμητές το κακό παράδειγμά τους.
Μια πολύ γοργή προσφορά βοήθειας στην Αθήνα, διακήρυσσε η Αγκελα Μέρκελ, «θα
προκαλούσε αρνητικές συνέπειες, καθώς και άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν
δυσκολίες θα έπαυαν να κάνουν προσπάθειες»(3). Μια καθυστέρηση από την οποία
επωφελήθηκαν οι αγορές, προσελκυσμένες από την ευρωπαϊκή διχογνωμία,
προκειμένου να επιτεθούν στην Ελλάδα. Τελικά, το Βερολίνο κατέληξε στην
αποδοχή ενός πρώτου (και ατελούς) σχεδίου βοήθειας, υπό μία προϋπόθεση: να
συνεργαστεί σε αυτό και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Γιατί; Κατ'
αρχάς, επειδή οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν διαθέτουν στο οπλοστάσιό τους έναν
αρκετά αυστηρό «εκτελεστή» που να εκφοβίζει τα κράτη. Και στη συνέχεια
επειδή, εδώ και σαράντα χρόνια, ειδίκευση του ΔΝΤ είναι η απαίτηση εφαρμογής
αντικοινωνικών πολιτικών μέτρων εκ μέρους των χρεωμένων κρατών. Οι συνταγές
του (που εφαρμόστηκαν χωρίς έλεος στη Λατινική Αμερική κατά τις δεκαετίες
του 1970 και του 1980) είναι πάντοτε οι ίδιες: αύξηση των φόρων κατανάλωσης,
βάναυσες μειώσεις των δημόσιων δαπανών, άκαμπτος έλεγχος των μισθών, μαζικές
ιδιωτικοποιήσεις(4)...
Η κυβέρνηση Παπανδρέου εξαναγκάστηκε [;;;] λοιπόν να δεχθεί ένα βάναυσο σχέδιο
προσαρμογής, το οποίο αρνήθηκαν οι εξεγερμένοι πολίτες. Ομως στα μάτια των
αγορών το κακό είχε γίνει. Διότι η υπόθεση αυτή αποδείκνυε, μία ακόμη φορά,
το προφανές: ότι τα ανακλαστικά της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι υπερβολικά
αργά, ενώ εκείνα των αγορών είναι άμεσα. Οι κερδοσκόποι αντιλήφθηκαν πως η
Ευρωπαϊκή Ενωση παρέμενε ένας γίγαντας χωρίς πολιτικό εγκέφαλο και πως το
ευρώ δεν ήταν παρά ένα «ισχυρό νόμισμα» με ασθενή δόμηση (δεν υπάρχει άλλο
παράδειγμα στην ιστορία ενός νομίσματος που δεν πλαισιωνόταν από μια
πολιτική αρχή). Οι αγορές κατόπιν επιτέθηκαν στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία,
στην Ισπανία, στην Ιταλία, οι κυβερνήσεις των οποίων έσπευσαν να επιβάλουν
στο εσωτερικό τους τις αντιδημοφιλείς συνταγές του ΔΝΤ...
Ετσι, σε ολόκληρη την Ευρώπη εξαπλώνεται το «δόγμα της εκτεταμένης
λιτότητας», το οποίο οι προπαγανδιστές του παρουσιάζουν ως ένα είδος
οικονομικού ελιξιρίου διά πάσα νόσο, ενώ παντού προκαλεί τρομερές κοινωνικές
συμφορές. Ακόμη χειρότερα, οι πολιτικές δημοσιονομικής αυστηρότητας
επιτείνουν την κρίση, στραγγαλίζουν τις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους
αυξάνοντας το κόστος δανεισμού και ενταφιάζουν κάθε προοπτική γρήγορης
ανάκαμψης της οικονομίας. Παρασύρουν τα κράτη σε μια καθοδική πορεία
αυτοκαταστροφής, τα έσοδά τους μειώνονται, η ανάπτυξη βαλτώνει, η ανεργία
αυξάνεται, οι επιζήμιοι οίκοι αξιολόγησης κατεβάζουν τις βαθμολογήσεις τους,
τα επιτόκια του δημοσιονομικού χρέους αυξάνονται, η γενική κατάσταση
επιδεινώνεται και οι χώρες ζητούν επιπλέον βοήθεια (5)... Τόσο η Ελλάδα όσο
και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία -οι τρεις μόνες χώρες που δέχονται βοήθεια
από την Ε.Ε. και από το ΔΝΤ- ωθήθηκαν σε αυτή την τρομερή κατηφόρα.
Το Σύμφωνο του Ευρώ, που προτάθηκε τον Μάιο, επιδεινώνει τα πράγματα. Διότι
στην πραγματικότητα αποτελεί ένα επιπλέον στρίψιμο της βίδας με σκοπό την
ενίσχυση της λιτότητας. Προβλέπει περισσότερη «ανταγωνιστικότητα», ακόμη
περισσότερες μειώσεις των δημόσιων δαπανών, νέα μέτρα «δημοσιονομικής
πειθαρχίας» και τιμωρεί κυρίως -ακόμη μία φορά- τους μισθωτούς. Απειλεί
επίσης να επιβάλει κυρώσεις στα κράτη που δεν θα σεβαστούν το Σύμφωνο
Σταθερότητας (6). Και προτείνει έως και να θέσει υπό κηδεμονία το δημόσιο
χρέος, να περιορίσει δηλαδή την εθνική κυριαρχία. «Οι χώρες της Ευρώπης
πρέπει να αφήνονται λιγότερο ελεύθερες να δημιουργούν χρέος» δήλωσε λόγου
χάρη ο Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι, μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ. Μερικοί
ευρωκράτες πάνε πιο μακριά: προτείνουν την ανάκληση της ευθύνης της
διαχείρισης των ίδιων των δημόσιων οικονομικών της από κάθε κυβέρνηση που
δεν σέβεται το Σύμφωνο Σταθερότητας...
Ολα αυτά είναι παράλογα και δυσοίωνα. Εχουν ως κατάληξη μια εκπτωχευμένη
ευρωπαϊκή κοινωνία προς όφελος των τραπεζών, των μεγάλων επιχειρήσεων και
της διεθνούς κερδοσκοπίας. Προς το παρόν, οι δικαιολογημένες διαμαρτυρίες
των ευρωπαίων πολιτών έχουν ως στόχο τους ίδιους τους κυβερνήτες τους, τα
πειθήνια ανδρείκελα των αγορών. Πότε θα αποφασίσουν να εστιάσουν την οργή
τους εναντίον του πραγματικού υπευθύνου, δηλαδή του συστήματος, που δεν
είναι άλλο από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση;
|
0 σχόλια