Πρόκειται για ατιμωτικό κεφαλικό φόρο, ο οποίος επιβλήθηκε από τους πρώτους χρόνους του Ισλαμισμού.
Ήταν η αποζημίωση για την παραχώρηση του δικαιώματος να ζει κανείς και να λατρεύει τον θεό του. Κάθε χριστιανός από το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και μέχρι τον θάνατό του όφειλε να εξαγοράζει κάθε χρόνο την άδεια αυτή. Πλήρωνε τον φόρο και παραλάμβανε από τον εισπράκτορα την προσωπική του απόδειξη, η οποία λεγότανε
χαράτσι. Η απόδειξη ήταν χάρτινη και είχε κάθε χρόνο διαφορετικό χρώμα, έφερε δε το εξής κείμενο:Διαβαθμίσεις και είσπραξη του φόρουο φέρων το παρόν έχει την άδειαν να φέρη επί έν έτος την κεφαλήν επί των ώμων του
Αρχικά οι Τούρκοι εισέπραταν τον κεφαλικό φόρο αδιακρίτως, αργότερα όμως διαίρεσαν τους Χριστιανούς σε τρεις τάξεις, και το χαράτσι ανάλογα σε τρεις βαθμούς.
- η πρώτη τάξη πλήρωνε τέσσερα φλουριά κατά κεφαλή
- η δεύτερη δύο
- και η τρίτη τάξη πλήρωνε ένα φλουρί κατά άτομο.
- Αναλόγως το χαράτσι του πρώτου βαθμού επιβαλόταν στους έμπορους και τους πλούσιους, και ονομάζονταν αλάς.
- Το χαράτσι του δεύτερου βαθμού το πλήρωναν οι βιομήχανοι και οι τεχνήτες, και λεγότανε ιφσάτ.
- Το χαράτσι τρίτου βαθμού ήταν για τους γεωργούς και τους πτωχούς και λεγότανε εδνά.
Ο τρόπος είσπραξής του ήταν ο εξής: κάθε χρόνο η Υψηλή Πύλη πούλαγε τα δικαιώματα είσπραξης των φόρων σε ισχυρούς και πλούσιους Τούρκους. Αυτοί τον μεταπουλούσαν κερδοσκοπικά σε εκμισθωτές φόρων οι οποίοι αναλάμβαναν να εισπράξουν τον φόρο από τους μη μουσουλμάνους υπηκόους. Ο πλούσιος Τούρκος λεγόταν χαρατζίμπασης, οι δε εισπράκτορες λεγόντουσαν χαρατζίδες'. Οι χαρατζίδες περιόδευαν τις πόλεις και τα χωριά με στρατιωτική συνοδεία και εισέπρατταν ποσά μεγαλύτερα από αυτά που έπρεπε να αποδώσουν στον χαρατζίμπαση, συχνά χρησιμοποιώντας βάρβαρα μέσα. Τη διαφορά την καρπώνονταν για προσωπικό τους όφελος.
0 σχόλια